- ἀποτόμου
- ἀπότομοςcut offmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… … Dictionary of Greek
Αλίφειρα — I Αρχαία πόλη στα σύνορα μεταξύ Τριφυλίας και Αρκαδίας, στα νότια της κοιλάδας του Αλφειού. Ο Άγγλος τοπογράφος Λικ (Leake) είχε επισημάνει τα τείχη που την περιέβαλαν, και ήταν αυτός που τα σχεδίασε πρώτος, αν και με πολλές ατέλειες (1808). Η… … Dictionary of Greek
Ζαλόγγου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Πρεβέζης, κοντά στον οικισμό Καμαρίνα, αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Η ίδρυσή του ανάγεται στον 8ο αι. Αρχικά, το μοναστήρι ήταν χτισμένο στην κορυφή του βουνού… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Σαμαριάς, φαράγγι της- — Φαράγγι άγριας μεγαλοπρέπειας στην επαρχία Σφακιών του νομού Χανίων της Κρήτης. Αρχίζει από το οροπέδιο του Ομαλού και φτάνει σχεδόν ως την ακτή της Αγίας Ρούμελης στο Λιβυκό πέλαγος. Το ύψος των πλευρών του φτάνει σε πολλά σημεία τα 600 μ. με… … Dictionary of Greek
φρύδι — το 1. το μέρος του μετώπου που εξέχει σαν τόξο πάνω από κάθε οφθαλμική κόχη και το τριχωτό δέρμα που υπάρχει σ αυτό. 2. το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν σ αυτή την περιοχή: Έχει τριχοφάγο και του πεσαν τα φρύδια. 3. μτφ., το χείλος τάφρου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)